- μετρητής
- Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη τη στιγμή από το σημείο, στο οποίο βρίσκεται τοποθετημένος.
Μ. θεωρούνται ακόμη οι συσκευές που μετρούν τον αριθμό των παλμών, οι οποίοι προκαλούνται από ορισμένα φυσικά φαινόμενα (ο μ. των Γκέγκερ-Μίλερ, παραδείγματος χάριν, για τη μέτρηση της ραδιενέργειας των σωμάτων ή του περιβάλλοντος) ή εκείνοι που λειτουργούν με ηλεκτρομαγνήτες συνδυασμένους με χρονορελέ (για παράδειγμα ο τηλεφωνικός μ.) ή ακόμα εκείνοι που λαμβάνουν εντολή από ένα φωτοκύτταρο και χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση των τεμαχίων που διέρχονται από την ακτίνα ελέγχου. Μ. είναι επίσης και οι χιλιομετρητές (κοντέρ) των οχημάτων, που μετρούν και αθροίζουν τα διανυθέντα χιλιόμετρα.
Εκτός από τους μετρητές που μ. ενέργεια υπάρχουν και μ. που μετράνε άεργο ισχύ η οποία επίσης χρεώνεται καθώς επιβαρύνει το δίκτυο.
ηλεκτρικός μ. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ενέργειας που απορροφά μια δεδομένη εγκατάσταση. Ο περισσότερο διαδεδομένος τύπος είναι ο επαγωγικός του Γκαλιλέο Φεράρις, ο οποίος αποτελείται από έναν κινητό οπλισμό, που τίθεται σε περιστροφή από δυνάμεις με συνολική ροπή ανάλογη προς το γινόμενο της τάσης του δικτύου και του ρεύματος κατανάλωσης, δηλαδή ανάλογη προς την ισχύ που απορροφά ο καταναλωτής. Στον άξονα, γύρω από τον οποίο στρέφεται αυτός ο οπλισμός, στερεώνεται ένας δίσκος, που διέρχεται από τους πόλους ενός μόνιμου μαγνήτη. Έτσι δημιουργούνται στον δίσκο δυνάμεις ανάλογες προς το μέτρο της ταχύτητας περιστροφής και αντίθετες προς αυτήν. Στα πλαίσια των συγκεκριμένων συνθηκών, ο κινητός οπλισμός αποκτά σύντομα μια σταθερή ταχύτητα, ανάλογη προς την ισχύ, που απορροφάται. Έτσι, προκύπτει ότι ο αριθμός στροφών, που συμπληρώνεται σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αναλογεί στην ενέργεια που απορροφάται κατά το διάστημα αυτό. Η ανάγνωση της ενέργειας που καταναλώνεται διεξάγεται άμεσα στο εσωτερικό ενός αριθμητήρα, που αποτελείται από ένα αριθμημένο τύμπανο ή ένα δείκτη κινούμενο σε βαθμολογημένη κλίμακα με κατάλληλη μετάδοση κίνησης.
Στις οικιακές εγκαταστάσεις χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, ένας τύπος μ. εναλλασσόμενου ρεύματος, ο οποίος ανήκει σε αυτήν την κατηγορία.
Πολυάριθμες συσκευές, που συνδυάζονται με τους ηλεκτρικούς μ., αποβλέπουν στην εξάλειψη πιθανών ελαττωμάτων, προερχόμενων, για παράδειγμα, από την τριβή ή να τους καταστήσουν κατάλληλους για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών (μέτρηση, για παράδειγμα, μόνο της ενέργειας που υπερβαίνει ένα καθορισμένο όριο).
μ. νερού (υδρόμετρο). Συσκευή κατάλληλη για την ογκομέτρηση του νερού που διατρέχει έναν αγωγό.
Οι χρησιμοποιούμενοι τύποι διαιρούνται στην κατηγορία των υδρομέτρων, όπου η ροή του νερού προκαλεί την περιστροφή ενός μηχανισμού, με αριθμό στροφών ανάλογο προς τον όγκο νερού που διατρέχει τον αγωγό και στους μ., στους oποίους το νερό διέρχεται από έναν θάλαμο με γνωστή χωρητικότητα, ενώ ένας κατάλληλος μηχανισμός μετρά τον αριθμό των διαδοχικών εκκενώσεων του θαλάμου. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε υδρόμετρα ταχύτητας και στη δεύτερη ογκομετρικά υδρόμετρα.
Τα υδρόμετρα ταχύτητας χρησιμοποιούνται, κατά κανόνα, στο δίκτυο διανομής του πόσιμου νερού και διακρίνονται σε αυτά με στρόβιλο και σε αυτά με υδρόμυλο. Στον πρώτο τύπο, το νερό εισέρχεται από τη σωλήνωση σε έναν θάλαμο, του οποίου τα τοιχώματα είναι σκόπιμα διάτρητα και στον οποίο έχει τοποθετηθεί μία έλικα. Η έλικα περιστρέφεται και ο αριθμός των στροφών της εμφανίζεται σε ένα στροφόμετρο, εμβαπτιζόμενου ή ξηρού τύπου (που βρίσκεται δηλαδή, αντίστοιχα, μέσα ή έξω από το νερό). Ο μ. εμβαπτιζόμενου τύπου είναι μεγαλύτερης ακρίβειας από τον μ. ξηρού τύπου. Στον μ. υδρόμυλου, η ροή του νερού, μέσω μιας σωλήνωσης, προκαλεί την περιστροφή μιας ομοαξονικής έλικας, τοποθετημένης στο εσωτερικό της ίδιας σωλήνωσης. Ο αριθμός στροφών του υδρόμυλου μετριέται από έναν κατάλληλο μηχανισμό.
Τα ογκομετρικά υδρόμετρα, παρά τη μεγαλύτερη ακρίβειά τους, δεν είναι πολύ διαδομένα, γιατί, εκτός από το μεγαλύτερο κόστος, παρουσιάζουν και μεγάλη ευπάθεια. Υπάρχουν διάφοροι τύποι, που διαφέρουν ως προς τον τρόπο μέτρησης των διαδοχικών εκκενώσεων του θαλάμου γνωστής χωρητικότητας (εμβολοφόρος μ,. μ. με αιωρούμενο δίσκο, μ. με στρεφόμενο κύλινδρο κλπ.). Στον εμβολοφόρο μ., παραδείγματος χάριν, ο αριθμός παλινδρομήσεων του εμβόλου, που διατρέχει έναν κυλινδρικό θάλαμο, αναλογεί προς τον όγκο του νερού που διέρχεται από τον μετρητή.
μ. αερίων. Μετρά τον όγκο ενός αερίου που διατρέχει έναν αγωγό και μπορεί να είναι υγρού ή ξηρού τύπου.
Στον πρώτο τύπο το υγρό είναι νερό ή λάδι. Ο τύπος μ. με νερό αποτελείται συνήθως από ένα τύμπανο, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν κατάλληλα τοποθετημένα πτερύγια. Το τύμπανο βυθίζεται στο νερό έως και πάνω από τον άξονά του, γύρω από τον οποίο στρέφεται με την ώθηση του αερίου, που πιέζει τα πτερύγια και ακολούθως διοχετεύεται στην κατανάλωση. Ο αριθμός στροφών του τύμπανου είναι ανάλογος προς τον όγκο του αερίου, που διέρχεται από τον μετρητή.
Ο μ. με λάδι φέρει δύο αεριοκώδωνες, κατά ένα μέρος βυθισμένους στο λάδι, οι οποίοι, μαζί με δύο δίσκους, συγκρατούνται από έναν ζυγό. Το αέριο, που έρχεται από το κέντρο διανομής, εισρέει σε έναν αεριοκώδωνα και τον υποχρεώνει να ανυψωθεί, ώσπου να αναδυθεί από το λάδι. Τότε, το αέριο διαρρέει και οι κώδωνες επανέρχονται σε θέση ισορροπίας. Ο αριθμός αιωρήσεων του ζυγού μετριέται και είναι ανάλογος, προς τον όγκο του αερίου που διέρχεται από τον μετρητή.
Οι μ. ξηρού τύπου, διάφορων ειδών, αποτελούνται ουσιαστικά από δύο δερμάτινα περιβλήματα, που γεμίζουν και αδειάζουν διαδοχικά με αέριο, ενώ συγχρόνως ενεργούν σε μια συσκευή απαρίθμησης. Οι συγκεκριμένοι μ. είναι ελαφρότεροι από τους μ. υγρού τύπου.
τηλεφωνικός μ. Για τα αστικά δίκτυα, ο μ. αποτελείται σχηματικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη, ο οποίος ενεργεί σε ένα μεταλλικό άγκιστρο (καστάνια), συνδεδεμένο με τον οδοντωτό τροχό ενός αριθμητήρα. Αρχικά, ο ηλεκτρομαγνήτης έλκει το μικρό άγκιστρο και στο τέλος της συνδιάλεξης, όταν ο καταναλωτής, κλείσει τη συσκευή του, το απελευθερώνει, οπότε αυτό ενεργεί στον οδοντωτό τροχό και προκαλεί τη μετατόπιση του αριθμητήρα κατά μία θέση.
Περισσότερο πολύπλοκοι είναι οι μ., όταν η διατίμηση της επικοινωνίας εξαρτάται από την απόσταση μεταξύ των συνδεόμενων σημείων και από τη διάρκεια της συνδιάλεξης. Στην περίπτωση αυτή, μια κατάλληλη συσκευή εκπέμπει προς τον ηλεκτρομαγνήτη διαδοχικά ηλεκτρικά σήματα, που προκαλούν τη μετατόπιση του αριθμητήρα κατά τόσες θέσεις, όσες αντιστοιχούν στην κλήση. Κατά κανόνα οι τηλεφωνικοί μ. τοποθετούνται σε ένα ενιαίο κέντρο, για να διευκολύνεται έτσι η ανάγνωσή τους. Αυτός ο τύπος μ. έχει εγκαταλειφθεί δεδομένου ότι η χρέωση των τηλεφωνικών επικοινωνιών διενεργείται κατευθείαν από τα σύγχρονα ψηφιακά τηλεφωνικά κέντρα.
μ. σωματιδίων. Ονομάζεται και απαριθμητής. Ηλεκτρονική συσκευή, η oποία εκτοπίζει και μετρά τα σωματίδια που διασχίζουν ορισμένη περιοχή του χώρου· ανάλογη χρήση έχουν και οι διάφοροι θάλαμοι.
Γενικά χαρακτηριστικά ενός μ. είναι η αποτελεσματικότητα (ή ικανότητα μέτρησης) και ο νεκρός χρόνος. Η αποτελεσματικότητα ενός μ. για ορισμένο τύπο ακτινοβολίας, ορίζεται από τη σχέση μεταξύ του αριθμού σωματιδίων που εντοπίζει ο μετρητής σε ορισμένο χρονικό διάστημα και του ολικού αριθμού σωματιδίων που τον διατρέχουν στο ίδιο διάστημα.
Η αποτελεσματικότητα του μ., η οποία ορίζεται με τον τρόπο αυτό, διαφέρει σημαντικά για τους διάφορους τύπους ακτινοβολίας.
Ο νεκρός χρόνος ενός μ. είναι το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο μετρητής αδυνατεί να ξεχωρίσει δύο σωματίδια που τον διατρέχουν διαδοχικά (οι σύγχρονοι μ. έχουν νεκρούς χρόνους της τάξης του χιλιοστού έως και δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου).
Όταν ένα σωματίδιο διατρέξει τον μ., παρατηρείται αιφνίδια μεταβολή της διαφοράς δυναμικού στα άκρα μιας αντίστασης· η μεταβολή αυτή (σήμα) ενισχύεται κατάλληλα και η έντασή του εκτιμάται με τη βοήθεια ενός παλμογράφου. Στους λεγόμενους αναλογικούς μ., το σήμα αναλογεί στην ενέργεια του προσπίπτοντος σωματιδίου. Επομένως, αυτοί οι μ. επιτρέπουν τη διάκριση σωματιδίων με διαφορετική ενέργεια, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (μ. των Γκέγκερ-Μίλερ) το σήμα είναι πάντοτε το ίδιο, ανεξάρτητα από την ενέργεια του προσπίπτοντος σωματιδίου.
Οι μ., μαζί με τους θαλάμους και τις πυρηνικές νεφελώσεις, καθιστούν δυνατή τη διερεύνηση των ιδιοτήτων των σωματιδίων, τα οποία είναι απόλυτα απρόσιτα με το μικροσκόπιο, σωματίδια που συνήθως κινούνται με ταχύτητες που πλησιάζουν την ταχύτητα του φωτός. Συγκαταλέγονται, δηλαδή, στα βασικά όργανα της σύγχρονης φυσικής έρευνας και τελευταία, επειδή η χρήση τους είναι απλή, προϊστανται στις εφαρμογές για τον έλεγχο της ραδιενέργειας.
μ. των Γκέγκερ-Μίλερ. Βασίζεται στη διάγνωση του ηλεκτρικού φορτίου ενός νέφους ιόντων, το οποίο σχηματίζεται όταν ένα σωματίδιο διασχίζει ένα αέριο.
Ο μ. των Γκέγκερ-Μίλερ αποτελείται σχηματικά από ένα κυλινδρικό δοχείο, γεμάτο αέριο και κατά μήκος του άξονα του δοχείου τοποθετείται ένα τεντωμένο μεταλλικό σύρμα. Μεταξύ του κυλίνδρου και του σύρματος διατηρείται μια διαφορά δυναμικού, ώστε το σύρμα και ο κύλινδρος να αποτελούν τους οπλισμούς ενός πυκνωτή. Όταν ένα φορτισμένο σωματίδιο εισέλθει στον κύλινδρο, προσκρούει στα μόρια του αερίου και ιονίζει αρκετά από αυτά. Τα ιόντα που παράγονται με αυτόν τον τρόπο, επιταχύνονται από το ηλεκτρικό πεδίο, που υπάρχει μεταξύ των ηλεκτροδίων, ενώ παράγουν και άλλα ιόντα· πραγματοποιείται έτσι μια αλυσιδωτή μεγέθυνση του φαινόμενου, απαραίτητη για να προκαλέσει ηλεκτρική εκκένωση μέσω του αερίου του κυλίνδρου και επομένως μια αισθητή πτώση δυναμικού μεταξύ των ηλεκτροδίων, η οποία ενισχύεται και ακολούθως εμφανίζεται από όργανα ευαίσθητα στα ηλεκτρικά σήματα.
μ. Τσερένκοφ. Βασίζεται στο φαινόμενο Τσερένκοφ, κατά το οποίο, όταν ένα φορτισμένο σωματίδιο διασχίζει ένα διαφανές μέσο, με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός στο μέσο αυτό, σχηματίζει ένα μετωπικό κύμα κωνικής μορφής, με άνοιγμα αντιστρόφως ανάλογο προς την ταχύτητα του σωματιδίου. Έτσι, κατασκευάζονται μ., οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι το εν λόγω φαινόμενο, είναι σε θέση να μετρήσουν τον αριθμό των σωματιδίων μιας δέσμης ακτινοβολιών, με ορισμένη ταχύτητα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται ένας φωτοπολλαπλασιαστής, ο οποίος δέχεται μόνο την ηλεκτρομαγνητική εκείνη ακτινοβολία που εκπέμπεται υπό γωνία αντίστοιχη προς την επιθυμητή ταχύτητα, από μια ουσία που παρουσιάζει το φαινόμενο Τσερένκοφ.
μ. σπινθηρισμών. Ο συγκεκριμένος μ. εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ορισμένων ουσιών να εκπέμπουν έναν ασθενή σπινθήρα, όταν προσβάλλονται από φορτισμένα σωματίδια. Το σύνολο αυτών των σπινθήρων εμφανίζεται με έναν φωτοπολλαπλασιαστή. Από τη μέτρηση της έντασης του φωτός, που συλλέγει ο φωτοπολλαπλασιαστής, υπολογίζεται η ενέργεια των σωματιδίων που προσπίπτουν στον μετρητή.μ. Coulter (Ιατρ.). Ηλεκτρονική συσκευή που μπορεί να αναγνωρίσει και να μετρήσει γρήγορα τα ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σε ένα δείγμα αίματος.
Μηχανή για κάθε είδους μέτρηση τριών διαστάσεων.
* * *ο (ΑΜ μετρητής) [μετρώ](για πρόσ.) αυτός που μετρά, που έχει ως επάγγελμα το να μετρά κάτινεοελλ.) τεχνολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την αυτόματη μέτρηση και καταγραφή ορισμένων φυσικών μεγεθών και φαινομένων («μετρητής ηλεκτρικής ενέργειας»)2. φρ. α) «μετρητής χρόνου»τεχνολ. ωρολογιακή συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση πολύ μικρών χρονικών διαστημάτων με μεγάλη ακρίβεια, αλλ. χρονογράφοςβ) «μετρητής σωματιδίων»φυσ. διάταξη η οποία καταμετρά τον αριθμό τών σωματιδίων που διέρχονται από τον φωρατή της, αλλ. απαριθμητής σωματιδίωνγ) «μετρητής θερμότητας»τεχνολ. συσκευή που καταγράφει τις ποσότητες θερμότητας που καταναλώνονται στις εγκαταστάσεις θέρμανσης με θερμό νερόδ) «μετρητής αερίων»τεχνολ. συσκευή που μετρά και καταγράφει τον όγκο τών καύσιμων, κυρίως, αερίων, όπως είναι το φωταέριο, το φυσικό αέριο κ.ά., αλλ. αεριόμετροε) «χιλιομετρικός μετρητήςτεχνολ. συσκευή που δείχνει τον αριθμό τών χιλιομέτρων και τών υποδιαιρέσεών του τα οποία έχει διανύσει ένα όχημα, αλλ. κοντέρμσν.μέτρο για μέτρηση εκτάσεωναρχ.1. αυτός που μετρά ή χαράσσει τα όρια ενός τόπου2. μέτρο υγρών το οποίο, σύμφωνα με το παλαιό αττικό σύστημα, ισοδυναμούσε με 12 χους ή 144 κοτύλες, αλλ. αμφορεύς3. αρχαίο εβραῑκό μέτρο.
Dictionary of Greek. 2013.